Λέξη: καρτέρι
Σχετικές λέξεις: καρτέρι
ρηχό καρτέρι, καρτέρι σκοπιανού στον αβραμόπουλο και πως τον αποστόμωσε, καρτέρι θεσπρωτίασ, καρτέρι τσίχλας, χριστίνα καρτέρι, καρτέρι πόρτο ράφτη, καρτέρι κορινθίας, καρτέρι ψαροντούφεκο, καρτέρι πάργα, καρτέρι θανάτου στην καισαριαν
Μεταφράσεις: καρτέρι
καρτέρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambush, trap, karteri, a trap, of Karteri
καρτέρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acecho, emboscada, asechar, trampa, de Trampa, de Trampa a, trampa de, atrapar
καρτέρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überfallen, falle, hinterhalt, Falle, Siphon, fangen, Trap, stoppen
καρτέρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guetter, embûche, attrape, affût, embuscade, piège, piéger, trappe, piège à, trap
καρτέρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imboscata, appostamento, agguato, trappola, trap, intrappolare, trappola per, trappola di
καρτέρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emboscada, armadilha, trap, armadilha de, armadilhas, prender
καρτέρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hinderlaag, val, valstrik, voet te houden, de voet te houden, houden
καρτέρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
основа, засада, ловушка, ловушку, ловушки, ловушкой
καρτέρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
felle, fellen, trap, fange
καρτέρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bakhåll, fälla, fällan, trap
καρτέρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väijyä, ansa, ansaan, trap, ansan, erottimen
καρτέρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fælde, fælden, trap, fange
καρτέρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
číhaná, nástraha, léčka, záloha, číhat, past, pasti, trap, pastí, soutisk
καρτέρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasadzka, czyhać, zaczaić, pułapka, zasadzać, trap, pułapki, pułapkę, pułapką
καρτέρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leselkedés, rejtek, csapda, csapdába, csapdát, trap, csapdával
καρτέρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pusu, tuzak, trap, tuzağı, kapanı, kapan
καρτέρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засада, засідка, пастка, ловушка
καρτέρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurth, Trap, lak, grackë, kurth i
καρτέρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
засада, капан, капана, уловител, клопка
καρτέρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастка
καρτέρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varitsus, varitsema, lõks, Trap, lõksu, püüduri, mõrra
καρτέρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasjeda, zamka, trap, zamku, zarobiti, klopka
καρτέρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirsát, gildru, gildra, gildran, Trap
καρτέρι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dolus
καρτέρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spąstai, gaudyklė, Trap, spąstus, gaudyklės
καρτέρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lamatas, slazds, slazdu, iespiešanu, zivju krātiņveida lamatu uzstādīšanas
καρτέρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стапица, стапицата, замка, замката, фатат
καρτέρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambuscadă, capcană, capcana, cursă, trap, prinde
καρτέρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trap, past, pasti, lovilnik
καρτέρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nástraha, číhať, pasca, pást, past, pascu, pasce