Βύθισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: βύθισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нитка, шашка, розтягання, відбір, упряж, нитку, проект, проекту
Βύθισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βύθισμα

βύθισμα ντάνακιλ, βύθισμα πλοίου, βύθισμα κασπίας, βύθισμα αλόννησος, βύθισμα κατάρα, βύθισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βύθισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βότανο στα ουκρανικά - трава
  • βότσαλο στα ουκρανικά - крити, дранка, вивіска, ґонт, галька
  • βύσμα στα ουκρανικά - відважно, пробка, вилка, виделка, качана
  • βώλος στα ουκρανικά - згусток, грудка, шия, пілюля, пігулка, таблетка
Τυχαίες λέξεις
Βύθισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нитка, шашка, розтягання, відбір, упряж, нитку, проект, проекту