Розтягати στα ελληνικά

Μετάφραση: розтягати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, φουσκώνω, διευρύνω, απλωσιά, τεντώνομαι, διαστέλλω, επεκτείνω, εξαπλώνω
Розтягати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бетон στα ελληνικά - συγκεκριμένος, μπετό, σκυρόδεμα, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
  • божество στα ελληνικά - θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
  • водянистий στα ελληνικά - υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες
  • задушувати στα ελληνικά - στραγγαλίζω, φλομώνω, zadushuvaty
Τυχαίες λέξεις
Розтягати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, φουσκώνω, διευρύνω, απλωσιά, τεντώνομαι, διαστέλλω, επεκτείνω, εξαπλώνω