Τεντώνομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: τεντώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтягати, спрямування, розтягнути, сягати, протяг, протягом, протязі, протяжність
Τεντώνομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντώνομαι

τεντώνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τεντώνομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τεμπέλης στα ουκρανικά - лінощі, непрацюючий, цукор-рафінад, простій, лінивий, ледачий, ледача
  • τεντωμένος στα ουκρανικά - напружуватися, тугий, натягнутий, напружений, протягнутий, протягнений, простягнутий, ...
  • τεντώνω στα ουκρανικά - розтягнути, роде, сягати, розтягнення, розтягання, плем'я, рід, ...
  • τενόρος στα ουκρανικά - розвивання, розвиток, розбудову, направлення, тенор, тенора
Τυχαίες λέξεις
Τεντώνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розтягати, спрямування, розтягнути, сягати, протяг, протягом, протязі, протяжність