Розтяжний στα ελληνικά

Μετάφραση: розтяжний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασταλτός, εφελκυσμό, εφελκυσμού, σε εφελκυσμό, στον εφελκυσμό, αντοχή
Розтяжний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • базиліка στα ελληνικά - βασιλική, βασιλικής, βασιλική του, τη Βασιλική, βασιλική της
  • всередині στα ελληνικά - χωρίς, άνευ, μέσα, εντός, κατά, στο, πλαίσιο
  • військовополонений στα ελληνικά - δέσμιος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, αιχμάλωτος πολέμου των
  • крапання στα ελληνικά - στάζω, σταλάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Τυχαίες λέξεις
Розтяжний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασταλτός, εφελκυσμό, εφελκυσμού, σε εφελκυσμό, στον εφελκυσμό, αντοχή