Λέξη: μαθήτρια

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια έπεσε μπροστά σε όλους και της φανηκαν ολα, μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της, μαθήτρια με προκλητική εμφάνιση, μαθήτρια τα έβγαλε μέσα στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο σκόνταψε

Μεταφράσεις: μαθήτρια

μαθήτρια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pupil, schoolgirl, student, a student, female student

μαθήτρια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
discípulo, alumno, estudiante, pupila, niña, colegiala, la colegiala, de colegiala, alumna, colegiala de

μαθήτρια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüler, schulkind, student, pupille, Schülerin, Schulmädchen, Schul, school

μαθήτρια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étudiant, pupille, écolier, prunelle, disciple, élève, écolière, lycéenne, collégienne, schoolgirl

μαθήτρια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allievo, scolaro, pupilla, studente, alunno, scolara, studentessa, schoolgirl, scolaretta, della scolara

μαθήτρια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aluno, estudante, aluna, schoolgirl, colegial, da estudante

μαθήτρια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
student, leerling, schoolmeisje, schoolgirl, school meisje, schoolmeisje dat, schoolmeisje van

μαθήτρια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
питомец, ученик, воспитанник, студент, зеница, второгодник, зрачок, ученица, выученик, учащийся, школьница, школьницы, школьницей

μαθήτρια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
student, elev, pupill, school, skolejente, skole, skolepike, schoolgirl

μαθήτρια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pupill, elev, skol, skolflicka, school, schoolgirl, skolflickas

μαθήτρια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppilas, opiskelija, koulutyttö, koululainen, schoolgirl, koulutytön

μαθήτρια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
student, lærling, elev, studerende, skolepige, schoolgirl

μαθήτρια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
školák, žák, odchovanec, zřítelnice, školačka, schoolgirl, žákyně

μαθήτρια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źrenica, uczeń, uczennica, schoolgirl, uczennicy, uczennicą

μαθήτρια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szembogár, iskoláslány, iskolás, diáklány, schoolgirl, iskolás lány

μαθήτρια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğrenci, kız öğrenci, schoolgirl, liseli, liseli kız

μαθήτρια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лялечки, школярка, школьница

μαθήτρια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
student, nxënës, nxënëse, Schoolgirl

μαθήτρια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зеница, ученичка, гимназистка, на ученичка, ученичка се

μαθήτρια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
школьніца

μαθήτρια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pupill, õpilane, koolitüdruk, Schoolgirl, koolitüdruku, koolitüdrukule

μαθήτρια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pitomac, đak, zjenica, učenica, učenik, školarka, školarki

μαθήτρια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
schoolgirl, skólastúlka

μαθήτρια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
discipulus

μαθήτρια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokinys, tyrinėtojas, studentas, mokinė, moksleivis, moksleivė, Schoolgirl, Mokinė, moksleiviškas

μαθήτρια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pētnieks, students, skolniece, Schoolgirl, Skolnieces

μαθήτρια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ученичка, ученик

μαθήτρια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elev, școlăriță, scolarita, elevă, Schoolgirl, de scolarita

μαθήτρια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učenec, šolarka, schoolgirl, Učenica, učenka

μαθήτρια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žiak, školáčka, školačka, školské dievča

Στατιστικά δημοτικότητας: μαθήτρια

Τυχαίες λέξεις