Рівносильний στα ελληνικά
Μετάφραση: рівносильний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοδύναμος, ισοδυναμεί, ισοδυναμούσε, ισοδυναμεί με, ισοδυναμούσε με, κατέληγε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боковий στα ελληνικά - πλευρικός, πλευρική, πλευρικής, πλευρικές, πλευρικά
- веслування στα ελληνικά - κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, την κωπηλασία
- ворона στα ελληνικά - κουρούνα, κοράκι, χήνας, κόρακα, της χήνας, κορώνης
- драже στα ελληνικά - ξεφορτώνομαι, ρίχνω, πετώ, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Рівносильний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοδύναμος, ισοδυναμεί, ισοδυναμούσε, ισοδυναμεί με, ισοδυναμούσε με, κατέληγε
Μεταφράσεις: ισοδύναμος, ισοδυναμεί, ισοδυναμούσε, ισοδυναμεί με, ισοδυναμούσε με, κατέληγε