Рішати στα ελληνικά

Μετάφραση: рішати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, Rishat
Рішати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дотація στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
  • збут στα ελληνικά - εκπτώσεις, πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
  • злословити στα ελληνικά - σκάνδαλο, σκανδάλου, σκάνδαλο της, το σκάνδαλο, σκάνδαλο του
  • маслоробня στα ελληνικά - γαλακτοκομείο, γαλακτοκομικά, γαλακτοκομικών, γαλακτοπαραγωγής, γαλακτοκομικών προϊόντων
Τυχαίες λέξεις
Рішати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, Rishat