Λέξη: πλύσιμο

Σχετικές λέξεις: πλύσιμο

πλύσιμο χαλιών στο σπίτι, πλύσιμο χεριών, πλύσιμο ονειροκρίτης, πλύσιμο ρούχων στο πλυντήριο, πλύσιμο τέντας, πλύσιμο αυτοκινήτου προσφορά, πλύσιμο παπουτσιών, πλύσιμο χαλιών, πλύσιμο δοντιών, πλύσιμο κινητήρα

Συνώνυμα: πλύσιμο

άχρηστα φαγητά διά χοίρους, αποπλύματα φαγητά διά χοίρους, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο, νήψη, έκπλυσις, ιεροτελεστική πλύση

Μεταφράσεις: πλύσιμο

πλύσιμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ablution, washing, wash, scouring, cleaning, washed

πλύσιμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ablución, lavado, de lavado, lavar, lavadora, el lavado

πλύσιμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waschung, Waschen, Wäsche, Wasch, Waschmaschine, Wasch-

πλύσιμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ablution, lavage, lave, laver, à laver

πλύσιμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavaggio, di lavaggio, lavatrice, il lavaggio, lavare

πλύσιμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lavagem, lavar, lavar roupa, de lavar roupa, de lavar

πλύσιμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wassing, het wassen, wasgoed, was, wassen, wasmachine

πλύσιμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
омовение, промывка, обмывание, промывание, умывание, очищение, мойка, стиральная, стиральной, стирки, стирка

πλύσιμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vasking, vask, vaske, vaskemaskin

πλύσιμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvätt, tvättning, tvätta, disk

πλύσιμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pesu, pesun, pesu-, pesua

πλύσιμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vask, vaske, vaskning, vaskemaskine, at vaske

πλύσιμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omývání, mytí, praní, mycí, pračka, promývání

πλύσιμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ablucja, obmycie, umycie, mycie, pranie, mycia, pralka, prania

πλύσιμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kézöblítés, mosás, mosási, mosógép, mosó, mosást

πλύσιμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkama, çamaşır, yıkanması, yıkanma

πλύσιμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вмитись, вмитися, промивання, мийка, миття, Мойка

πλύσιμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
larje, larëse, larja, larja e, larjen

πλύσιμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
миене, пране, измиване, промиване, перална

πλύσιμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыйка, мыццё, мойка

πλύσιμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesemisvesi, pesemine, pesu, pesemis-, pesemist, pesemise

πλύσιμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pocrvenio, zbunjen, pranje, perilica, za pranje, pranja, perilica za

πλύσιμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvottur, þvo, Washing, þvotta, þvottavél

πλύσιμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skalbimas, skalbimo, plovimo, plovimas, skalbyklė

πλύσιμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mazgāšana, veļas, mazgāšanas, mazgājamā, veļas mazgājamā

πλύσιμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перење, за перење, миење, за миење, миење на

πλύσιμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spălat, spălare, de spălat, spalat, de spalat

πλύσιμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pranje, pralni, za pranje, pranja, izpiranje

πλύσιμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
umývanie, umývania, umývaní, upratovanie, umytie

Στατιστικά δημοτικότητας: πλύσιμο

Τυχαίες λέξεις