Самота στα ελληνικά
Μετάφραση: самота, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναξιά, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арештувати στα ελληνικά - συλλαμβάνω, καρφί, νυχιών, των νυχιών, νύχι, καρφιών
- завитий στα ελληνικά - μάρτιος, βαδίζω, περμανάντ, permed, με περμανάντ, μαλλιά με περμανάντ
- захоплювати στα ελληνικά - καταλαμβάνω, πιάνω, εντρυφώ, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σφίγγω, συλλαμβάνω, ...
- маніпулювання στα ελληνικά - χρήση, χειρισμός, χειραγώγηση, χειραγώγησης, πράξεις χειραγώγησης, χειραγώγηση της
Τυχαίες λέξεις
Самота στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναξιά, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Μεταφράσεις: μοναξιά, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή