Λέξη: χερσόνησος

Σχετικές λέξεις: χερσόνησος

χερσόνησος κριμαίας χάρτης, χερσόνησος του σινά, χερσόνησος ινδοκίνας, χερσόνησος καλλίπολης, χερσόνησος της καρπασίας, χερσονησος γιουτλάνδης, χερσόνησος ηρακλείου, χερσόνησος της κριμαίας, χερσόνησος κρήτης, χερσόνησος γιουκατάν

Συνώνυμα: χερσόνησος

χερσονήσου

Μεταφράσεις: χερσόνησος

χερσόνησος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peninsula, peninsular, Hersonissos, Chersonisos, peninsula is

χερσόνησος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
península, península de, Peninsula, la península, la península de

χερσόνησος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halbinseln, Halbinsel, der Halbinsel

χερσόνησος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
péninsule, presqu'île, Peninsula, péninsule de, presqu'île de

χερσόνησος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
penisola, penisola di, penisola del, la penisola

χερσόνησος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
península, caneta, Peninsula, península de, península do, península da

χερσόνησος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schiereiland, Peninsula, het schiereiland, schiereiland van

χερσόνησος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полуостров, полуострова, полуострове, Peninsula

χερσόνησος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halvøy, halvøya, peninsula

χερσόνησος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halvö, halvön, Peninsula, halvöns

χερσόνησος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
niemimaa, niemimaalla, Peninsula, niemimaan, niemen

χερσόνησος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
halvø, halvøen, Peninsula, omegn

χερσόνησος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poloostrov, Peninsula, poloostrova, poloostrově, poloostrovem

χερσόνησος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
półwyspowy, półwysep, półwyspie, półwyspu, wysep

χερσόνησος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
félsziget, félszigeten, félszigetre

χερσόνησος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarımada, yarımadası, peninsula, yarımadanın, yarımadasının

χερσόνησος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
півострів, острів

χερσόνησος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gadishull, gadishulli, gadishullin, gadishullit, gadishullin e

χερσόνησος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полуостров, на полуостров, полуострова, полуостров с

χερσόνησος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паўвостраў, востраў, полуостров, паўвыспу

χερσόνησος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poolsaar, poolsaarel, poolsaare, Peninsula, poolsaarele

χερσόνησος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poluotoku, poluotoka, poluotok, je poluotok

χερσόνησος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Skaginn, skaganum, Peninsula, skagi, nes

χερσόνησος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pæninsula

χερσόνησος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pusiasalis, pusiasalio, Peninsula, pusiasalyje

χερσόνησος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pussala, Peninsula, pussalas, pussalu, pussalā

χερσόνησος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полуостров, полуостровот, на полуостровот

χερσόνησος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
peninsulă, peninsula, peninsulei, peninsule, a Peninsulei

χερσόνησος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polotok, polotoku, polotoka, poluotok

χερσόνησος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polostrov, poloostrov, poluostrov, polostrove, polostrova

Στατιστικά δημοτικότητας: χερσόνησος

Τυχαίες λέξεις