Λέξη: τσιτώνω

Σχετικές λέξεις: τσιτώνω

τεντώνω συνώνυμο

Μεταφράσεις: τσιτώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prick, tsitono
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polla, pinchar, picar, tsitono
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheißkerl, trottel, stachel, kratzer, idiot, schwanz, stich, stechen, tsitono
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éraflure, piquer, aiguillonner, lanciner, ponctionner, crever, picoter, piqûre, pointer, point, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pungere, pizzicare, punzecchiare, tsitono
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tabelar, picar, preço, tsitono
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prikken, schram, steken, pik, jongeheer, leuter, snikkel, tsitono
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хай, острие, настораживаться, укол, накалываться, вколоть, прокол, прокалывать, шип, насторожиться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stikke, prikke, tsitono
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sting, sticka, tsitono
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kannustaa, tutkain, tuikata, puhkaista, pistää, tsitono
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svrbět, bodnout, píchat, píchnout, uštknout, píchnutí, bodnutí, bod, propíchnout, bodat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokłuć, idiota, ukłucie, przekłuć, kutas, ukłuć, kłuć, nakłuwać, nakłucie, tsitono
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ціноутворення, вартість, tsitono
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуй, кур, острие, tsitono
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ora, kannustama, tsitono
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trn, mučiti, oštrica, probadanja, ubosti, pička, tsitono
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stinga, tsitono
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tsitono
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
penis, tsitono
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
penis, žihadlo, tsitono
Τυχαίες λέξεις