Саркастичний στα ελληνικά
Μετάφραση: саркастичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- важкість στα ελληνικά - υποφέρω, γεννώ, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
- визначити στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
- лоск στα ελληνικά - λούστρο, εξήγηση, ερμηνεία, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, ...
- лікувати στα ελληνικά - μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κέρασμα, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Саркастичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί