Λέξη: ξοδεύω

Σχετικές λέξεις: ξοδεύω

ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα

Συνώνυμα: ξοδεύω

εξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, καταναλώνω, καταναλίσκω, καταβροχθίζω, σπαταλώ

Μεταφράσεις: ξοδεύω

ξοδεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spend, consume, I spend, I spend a, spend a

ξοδεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entregar, expender, pasar, gastar, dedicar, pasar el, invertir

ξοδεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbringen, ausgeben, zu verbringen, verbringen Sie

ξοδεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépensent, dépenser, dépensez, passer, éditer, consacrer, dépensons, livrer, émettre, passer du, passer des

ξοδεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trascorrere, spendere, passare, trascorrere le, trascorrere il

ξοδεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gastar, período, passar, gastam, passam, gasta

ξοδεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spenderen, aanreiken, doorbrengen, besteden, aangeven, brengen, te brengen, door te brengen

ξοδεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выдать, растратить, затрачивать, проводить, издерживать, истощать, вымотаться, расходовать, издержать, растрачивать, тратить, издать, провести, пропивать, потратить, изводить, тратят

ξοδεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbringe, bruke, bruker, tilbringer, å tilbringe

ξοδεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillbringa, spendera, bringa, bringar, tillbringar

ξοδεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viettää, kuluttaa, käyttää, viettävät, käyttävät

ξοδεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbringe, bruge, tilbringer, bruger, betale

ξοδεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utratit, vydávat, trávit, vydat, prožít, vynaložit, utrácet, strávit, vynakládat, tráví

ξοδεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydawać, spędzać, wydać, poświęcać, tracić, spędzić

ξοδεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
költ, tölteni, költeni, eltölteni, töltenek

ξοδεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
harcamak, geçirmek, harcama, geçirebilirsiniz, harcamaya

ξοδεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витратити, провадити, провести, виснажувати, витрачати, витрачатиму

ξοδεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpenzoj, kaloj, shpenzojnë, shpenzuar, të shpenzuar

ξοδεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прекарвам, харча, прекарват, прекарат, прекарате

ξοδεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марнаваць, траціць, выдаткоўваць, губляць

ξοδεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veetma, kulutama, kulutada, veeta, veedavad, kulutavad

ξοδεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
provesti, trošiti, potrošiti, provode, provedete

ξοδεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyða, að eyða, eyðir, verja, eytt

ξοδεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obduco, prodigo

ξοδεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praleisti, išleisti, praleidžia, leisti, mokėti

ξοδεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iztērēt, izdot, tērēt, pavadīt, pavada, tērē

ξοδεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поминат, поминуваат, потрошат, трошат, потроши

ξοδεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cheltui, petrece, petreacă, petrec, și petreacă

ξοδεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preživeti, preživijo, preživite, porabiti, porabili

ξοδεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tráviť, stráviť
Τυχαίες λέξεις