Λέξη: ασφάλιση

Σχετικές λέξεις: ασφάλιση

ασφάλιση κατοικίας, ασφάλιση αυτοκινήτου, ασφάλιση πιστώσεων, ασφάλιση οαεε, ασφάλιση με εργόσημο, ασφάλιση μοτοσυκλέτας, ασφάλιση ικα σε ανέργους, ασφάλιση ικα 2014, ασφάλιση στον ογα, ασφάλιση ανέργων 2014, ασφάλιση ικα, ιδιωτική ασφάλιση, διαδοχική ασφάλιση

Συνώνυμα: ασφάλιση

ασφάλεια, εγγύηση, μετοχή, χρεόγραφο, σιγουριά

Μεταφράσεις: ασφάλιση

ασφάλιση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insurance, security, assurance, securing, locking

ασφάλιση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seguro, seguros, seguro de, de seguros, de seguro

ασφάλιση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versicherung, Versicherung, Versicherungs, Versicherungen, Versicherungs-

ασφάλιση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assurance, l'assurance, assurances, d'assurance, une assurance

ασφάλιση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assicurazione, assicurazioni, di assicurazione, assicurativa, assicurativo

ασφάλιση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insultar, seguro, seguros, insulto, seguro de, de seguros, de seguro

ασφάλιση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
assurantie, verzekering, verzekeringen, verzekerings-, verzekeringsmaatschappijen, verzekeringsmaatschappij

ασφάλιση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сумма, страховка, страхование, страхования, страховой, страховая

ασφάλιση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
assuranse, forsikring, forsikrings, forsikringen, forsikringsselskapet

ασφάλιση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försäkring, assurans, försäkrings, försäkringar, försäkrings-

ασφάλιση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuutus, vakuutus-, vakuutuksen, vakuutukset, vakuutusta

ασφάλιση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsikring, forsikrings-, forsikringer, forsikringsselskab, forsikringsvirksomhed

ασφάλιση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojištění, pojišťovny, pojistka, ručení, povinného

ασφάλιση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubezpieczenie, ubezpieczalnia, asekuracja, pieczeń, ubezpieczeniowy, ubezpieczenia, ubezpieczeń, ubezpieczeniowa

ασφάλιση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
biztosítás, biztosítási, biztosító, a biztosítási, biztosítást

ασφάλιση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sigorta, sigortası, Sigortacılık, Sigortalar, Insurance

ασφάλιση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неприборканий, страхування

ασφάλιση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurim, sigurimit, sigurimi, sigurimeve, e sigurimit

ασφάλιση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
застраховка, осигуряване, застрахователен, застрахователно, застраховане

ασφάλιση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
страхаванне, страхавання

ασφάλιση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindlustus, kindlustus-, kindlustuse, kindlustusseltside, kindlustust

ασφάλιση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osiguravajući, osiguranje, osiguranja, za osiguranje, osiguranju, osiguravajuće

ασφάλιση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyrgð, tryggingar, Vátryggingin, vátrygging, tryggingafélagi

ασφάλιση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draudimas, draudimo, draudimą, draudimu

ασφάλιση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apdrošināšana, apdrošināšanas, apdrošināšanu

ασφάλιση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осигурување, осигурителни, за осигурување, осигурувањето, осигурување на

ασφάλιση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asigurare, de asigurare, asigurări, de asigurări, asigurărilor

ασφάλιση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zavarovanje, zavarovanja, zavarovanju, zavarovalna, zavarovalnica

ασφάλιση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poistenie, poistenia, poistení, ochrany, zabezpečenia

Στατιστικά δημοτικότητας: ασφάλιση

Τυχαίες λέξεις