Силувати στα ελληνικά
Μετάφραση: силувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виховний στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
- відділяти στα ελληνικά - χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- відчинити στα ελληνικά - ανοιχτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- клопотання στα ελληνικά - κοστούμι, εξυπηρετώ, αρμόζω, βολεύω, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, ...
Τυχαίες λέξεις
Силувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Μεταφράσεις: υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν