Λέξη: επίφοβος

Συνώνυμα: επίφοβος

επισφαλής, επικίνδυνος, φοβερός, απαίσιος

Μεταφράσεις: επίφοβος

επίφοβος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
redoubtable, dreadful, unsafe, formidable, a formidable, although a formidable

επίφοβος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
formidable, temeroso, temible, terrible, espantoso, horrible, espantosa

επίφοβος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fürchterlich, furchtbar, schrecklich, entsetzlich, schrecklichen

επίφοβος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
formidable, redoutable, effroyable, affreux, épouvantable, terrible, horrible

επίφοβος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
terribile, orribile, spaventoso, spaventosa, tremendo

επίφοβος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terrível, horrível, terríveis, pavoroso, temível

επίφοβος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vreselijk, verschrikkelijk, vreselijke, verschrikkelijke, afschuwelijke

επίφοβος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доблестный, опасный, храбрый, грозный, устрашающий, ужасный, страшный, ужасно, страшно, ужасное

επίφοβος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryktelig, skrekkelig, fryktelige, dreadful, forferdelige, forferdelig

επίφοβος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fruktansvärd, fruktansvärda, hemska, förfärliga, fruktansvärt

επίφοβος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pelottava, kauhea, peljättävä, hirvittävät, kauhean, hirvittävä

επίφοβος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frygtelige, forfærdelige, forfærdeligt, forfærdelig, frygtelig

επίφοβος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obávaný, strašný, hrozný, strašlivý, hrozné, strašné

επίφοβος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmiały, straszny, przerażający, okropny, przeraźliwy, straszliwy

επίφοβος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impozáns, félelmetes, borzasztó, szörnyű, rettenetes, borzalmas

επίφοβος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korkunç, korkunç bir, dreadful, kötü, berbat

επίφοβος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посилювати, зростати, посилюватися, збільшувати, жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший

επίφοβος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i frikshëm, tmerrues, e tmerrshme, llahtarisur, të madhërishëm

επίφοβος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страшен, ужасен, ужасно, ужасна, ужасната

επίφοβος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жудасны, жахлівы, ужасный, страшэнны, страшны

επίφοβος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohutav, kohutava, kohutavad, kohutavat, kohutavate

επίφοβος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strašan, opasan, užasan, strahovit, strašno, grozno

επίφοβος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrikalegra, hræðilegt, ógurlegi, hræðilegur

επίφοβος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baisus, baisi, siaubingas, žiaurios, siaubinga

επίφοβος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
briesmīgs, šausmīgs, šausmīgas, baigs, drausmīgs

επίφοβος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ужасната, страшна, стравотна, Страшно, страшни

επίφοβος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îngrozitor, îngrozitoare, groaznic, cumplit, teribil

επίφοβος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grozljiv, strašna, grozna, grozno, strašno

επίφοβος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strašný, obávaný, hrozný, hrozné
Τυχαίες λέξεις