Складувати στα ελληνικά
Μετάφραση: складувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, κλυδωνίζομαι, αποθήκη, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дон στα ελληνικά - Don, Ντον, Φορέστε, Δον, Μην
- дратує στα ελληνικά - δυσάρεστος, ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητικά, ενοχλητική, ενοχλητικές
- замурування στα ελληνικά - ζόφος, zamuruvannya
- кмин στα ελληνικά - κύμινο, κύμινου, το κύμινο, κίμινο
Τυχαίες λέξεις
Складувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, κλυδωνίζομαι, αποθήκη, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, κλυδωνίζομαι, αποθήκη, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη