Λέξη: κτήριο
Σχετικές λέξεις: κτήριο
κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο τυπα-ελκε, κτίριο μαραγκοπούλου, κτίριο βουλής, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτίριο ή κτίριο
Μεταφράσεις: κτήριο
κτήριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
building, the building, a building, building of
κτήριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
construcción, edificio, fábrica, edificio de, creación, de construcción
κτήριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauwerk, errichtung, gebäude, erstellung, bauen, bau, konstruktion, Gebäude, Bau, Gebäudes
κτήριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bâtiment, architecture, structure, bâtisse, édifiant, édification, construction, oeuvre, immeuble, édifice, renforcement
κτήριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costrutto, edilizia, costruzione, edificio, palazzo, dell'edificio
κτήριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edifício, edifícios, construção, prédio, de construção, edifício de
κτήριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebouw, aanbouw, inrichting, perceel, constructie, bouw, bouwwerk, building, pand
κτήριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
здание, строительство, построение, проводка, застройка, строение, проведение, сооружение, монумент, дом, помещение, постройка, строитель, стройка, здания, строительный
κτήριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bygning, byggverk, bygningen, bygge, bygg
κτήριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byggnad, byggnaden, bygga
κτήριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talo, rakennus, kasaantuminen, rakennuksen, rakennuksessa, building, rakentaminen
κτήριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bygning, bygningen, kontorbygning, opbygning
κτήριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stavitelství, stavba, stavění, budova, sestrojení, stavební, budovy, budově
κτήριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budynek, zabudowanie, budowa, budowla, gmach, podbudowanie, budownictwo, wybudowanie, obiekt
κτήριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építés, épület, épületben, építési, épületet, épülete
κτήριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapı, bina, inşaat, binası, binanın
κτήριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будівля, будівництво, будова, будову, будинок, будівлю, будівлі, приміщення
κτήριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallat, godinë, ndërtesë, ndërtimi, ndërtimin e, ndërtesa, ndërtimi i
κτήριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сграда, здание, изграждане, изграждане на, строителство, сградата
κτήριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будынак
κτήριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoone, maja, kasvatav, hoones, ehitise, suurendamise, ehitus
κτήριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
građevinski, zgrade, izgradnja, građevinarstvo, zgrada, građevinska, građevinsko, građevina
κτήριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bygging, byggja, byggingu, byggja upp, húsið
κτήριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statyba, pastatas, statybos, pastato, pastatų, pastate
κτήριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celtne, ēka, ēkas, ēku, veidošana
κτήριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
градбa, зграда, градење, изградба, градежни, градење на
κτήριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clădire, construcție, de construcție, cladire, clădiri
κτήριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stavba, zgradba, stavbe, building, gradbeno
κτήριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stavba, budova, stavení, building, budovy
Στατιστικά δημοτικότητας: κτήριο
Τυχαίες λέξεις