Λέξη: σπιρούνι

Συνώνυμα: σπιρούνι

ώθηση, ελατήριο, πτερνιστήρ, κέντρο, κωπηλάτης, πτερνιστήρας

Μεταφράσεις: σπιρούνι

σπιρούνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spur, rower

σπιρούνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espolón, acicate, espolear, espuela, estímulo, sabía a dónde

σπιρούνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansporn, sporn, Sporn, Ansporn, Stich, Stirnrad

σπιρούνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aiguillon, aiguillonner, éperon, éperonner, encouragement, hâter, stimulant, contrefort, impulsion, ergot, embranchement

σπιρούνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sperone, sprone, spronare, sperone di, spinta, speronato

σπιρούνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brotar, esporão, espora, estímulo, spur, impulso

σπιρούνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prikkelen, uitloper, aansporing, tackle, een tackle, spoor

σπιρούνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отросток, понукать, шпора, побуждать, шпорить, поощрение, отрог, пришпоривать, растормошить, пришпорить, шпоры, стимулом, ветка

σπιρούνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anspore, spur, sporen, spore, sylindriske

σπιρούνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sporre, spur, ingivelse, sporra, cylindriska

σπιρούνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yllytys, rohkaisu, kannustus, kannustaa, kirittää, mielijohteesta, kannustin, kannustimena, lieriöhammaspyöriä

σπιρούνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spur, anspore, ansporing, spore, cylindriske

σπιρούνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popohnat, podnět, pobízet, popud, bodat, bodec, urychlit, ostruha, pobídka, vzpruha, osten, čelní, vlečka, čelními

σπιρούνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozporka, gniazdo, ponaglać, odgałęzienie, bodziec, falochron-ostroga, popędzać, podnieta, występ, ostroga, odnoga, ślad, zachęta, bodźcem, ostrogi

σπιρούνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyúlvány, sarkantyú, homlok, homlokkerekes, leágazó

σπιρούνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mahmuz, düz, teşvik, spur, dikeni

σπιρούνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відріг, стимул, пришпорювати, шпора, відросток

σπιρούνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mamuze, çapua, nxitje, nxisë, të nxisë

σπιρούνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шпора, стимул, цилиндричното, цилиндрично зъбно, цилиндрични зъбни

σπιρούνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпора

σπιρούνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannustama, kannus, spur, ergutama, stiimul

σπιρούνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mamuzati, ogranak, ogranaka, mamuza, ostruga, obosti, pobuda

σπιρούνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spori, SPUR, örva

σπιρούνι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calcar

σπιρούνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskata, atšaka, pentinas, stimulas, parišti pentinus

σπιρούνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesis, stimulēt, stimuls, spur, pamudinājums

σπιρούνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикне, мотив, поттикнат, на поттикне, поттик

σπιρούνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pinten, stimulent, grăbi, impuls, zori

σπιρούνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spur, ostroga, spodbuda, čelni, valjastih

σπιρούνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osteň, bodec, ostroha, ostruha
Τυχαίες λέξεις