Смертельно στα ελληνικά
Μετάφραση: смертельно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεκρικός, μοιραίος, θανατηφόρα, θανάσιμα, θανάσιμα τον, θανάσιμα την
Μεταφράσεις
- випробний στα ελληνικά - δίκη, δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστική, δοκιμαστικής, δόκιμος, δόκιμο
- гнівити στα ελληνικά - οργή, θυμός, φούρκα, θυμό, θυμού, το θυμό
- здуття στα ελληνικά - πληθωριστικός, φλεγμονή, πρήξιμο, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, ...
- лякати στα ελληνικά - εκφοβίζω, φοβίζω, πανικοβάλλω, τρομάζω, πανικός, φόβος, τρομάξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Смертельно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεκρικός, μοιραίος, θανατηφόρα, θανάσιμα, θανάσιμα τον, θανάσιμα την
Μεταφράσεις: νεκρικός, μοιραίος, θανατηφόρα, θανάσιμα, θανάσιμα τον, θανάσιμα την