Сом στα ελληνικά

Μετάφραση: сом, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγοι, μερικοί, μερικός, λυκόψαρο, γατόψαρο, γατόψαρα, το γατόψαρο, γατόψαρου
Сом στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • астрономія στα ελληνικά - αστρονομία, Αστρονομίας, την αστρονομία, της αστρονομίας, Astronomy
  • броньований στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • вульгарності στα ελληνικά - προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά
  • кислий στα ελληνικά - στυφός, καυστικός, ξινός, τάρτα, πόρνη, ξινή, ξινό, ...
Τυχαίες λέξεις
Сом στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγοι, μερικοί, μερικός, λυκόψαρο, γατόψαρο, γατόψαρα, το γατόψαρο, γατόψαρου