Спаровування στα ελληνικά
Μετάφραση: спаровування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος
Μεταφράσεις
- винуватий στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- заважати στα ελληνικά - παρακωλύω, κρατώ, ματαιώνω, κωλυσιεργώ, καθυστερώ, εμποδίζω, παρακώλυση, ...
- конюшина στα ελληνικά - τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
- мандрування στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
Τυχαίες λέξεις
Спаровування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος