Λέξη: χρονικός

Σχετικές λέξεις: χρονικός

χρονικός προγραμματισμός έργου. η μέθοδος pert, χρονικός προγραμματισμός έργου, χρονικόσ προγραμματισμόσ έργων, χρονικός προσδιορισμός, χρονικός προσδιορισμός γραμματική, χρονικός προγραμματισμός, χρονικός σύνδεσμος, χρονικόσ μέσοσ όροσ, χρονικός προγραμματισμός παραγωγής, χρονικόσ και οικονομικόσ προγραμματισμόσ των κατασκευών

Συνώνυμα: χρονικός

κοσμικός, κροταφικός, πρόσκαιρος

Μεταφράσεις: χρονικός

χρονικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
temporal, of time, time, in time, a time

χρονικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temporal, temporales, temporal de

χρονικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
temporär, zeitlich, weltlich, irdisch, temporal, Zeit-, zeitlichen

χρονικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
momentané, séculier, temporaire, provisoire, temporel, intérimaire, profane, temporal, temporelle, temporelles, le temps

χρονικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
terreno, mondano, temporale, temporali, nel tempo

χρονικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
temporal, temporais

χρονικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdelijk, temporele, tijdelijke, tijd, temporale

χρονικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тленный, бренный, светский, преходящий, временной, мирской, височный, временная, временное, временного, временные

χρονικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verdslig, temporal, temp, timelig, temporale, tinning

χρονικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
temporal, tids, tidsmässiga, temporala, tidsmässig

χρονικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajallinen, ajallista, ajallisia, ajallisen, ajalliset

χρονικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidsmæssige, tidsmæssig, timelige, tidsmæssigt, temporal

χρονικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
světský, dočasný, temporální, časové, časová, časový, temporal

χρονικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ziemski, doczesny, tymczasowy, czasowy, świecki, skroniowy, czasowa, doczesne

χρονικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halántékcsont, halánték, időbeli, temporális, Temporal, időbeni, temporalis

χρονικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçici, zamansal, Temporal, şakak

χρονικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
часовий, часовою, тлінний, часової, часовій, тимчасової, тимчасовою, тимчасовій

χρονικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përkohshëm, përkohshme, tokësore, e përkohshme, të përkohshme

χρονικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слепоочен, светски, слепоочния, времево, темпорален

χρονικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часовай, часавай, часавы, часовы, часовым

χρονικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajaline, ilmalik, ajalise, ajalist, ajalises, ajalisi

χρονικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vremenski, temporalne, privremen, zemaljski, vremensko, vremensku, temporalnog, temporalna

χρονικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tímabundnar, í tíma, stundlegur, í tíma og, tímabundnar í

χρονικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
terrenus

χρονικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laiko, laiko atžvilgiu, laikinas, laikina, laikiną

χρονικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laicīgs, īslaicīgs, deniņu, laika, īslaicīgas

χρονικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
временската, темпорален, временска, темпоралниот, временски

χρονικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
temporal, temporală, temporale, timp, temporala

χρονικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
časovna, časovno, časovne, časovni, temporal

χρονικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
časový, temporálnej, temporálne, temporálnych, temporálny, spánkovej
Τυχαίες λέξεις