Спростовує στα ελληνικά
Μετάφραση: спростовує, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίκρουση, διάψευση, αρνείται, αμφισβητεί, στερεί, αρνείται την, αμφισβητεί το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- драпірування στα ελληνικά - κουρτίνα, Προικός, πτυχώσεις, πτυχολογία, κουρτίνες
- заглибина στα ελληνικά - κοιλότητα, κοίλωμα, κοιλότητα που, βαθούλωμα, κοιλάνσεως
- злетів-на στα ελληνικά - ανυπόφορος, -ups
- коагуляція στα ελληνικά - σύμπηξη, πήξη, πήξης, πήξεως, της πήξης, θρομβώσεως
Τυχαίες λέξεις
Спростовує στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίκρουση, διάψευση, αρνείται, αμφισβητεί, στερεί, αρνείται την, αμφισβητεί το
Μεταφράσεις: αντίκρουση, διάψευση, αρνείται, αμφισβητεί, στερεί, αρνείται την, αμφισβητεί το