Διάψευση στα ουκρανικά
Μετάφραση: διάψευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкинений, спростовує, відкинутий, відмова, відмову, відмови
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάψευση
διάψευση συνωνυμο, διάψευση δημοσιεύματος, διάψευση λεξικο, διάψευση συνώνυμα, διάψευση από το αγιορείτικο βήμα, διάψευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διάψευση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διάφορος στα ουκρανικά - підхожий, класифікований, видання, придатний, змішаний, різний, різноманітний, ...
- διάχυση στα ουκρανικά - випіт, виверження, виливання, вилив, витікання, дифузія
- διέγερση στα ουκρανικά - порушення, збудження, подразнення, заохочення, зворушення, стимуляція
- διένεξη στα ουκρανικά - спір, посперечатися, сваритися, диспутувати, суперечка, суперечку, спор
Τυχαίες λέξεις
Διάψευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відкинений, спростовує, відкинутий, відмова, відмову, відмови
Μεταφράσεις: відкинений, спростовує, відкинутий, відмова, відмову, відмови