Співучасник στα ελληνικά

Μετάφραση: співучасник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργός, υποκινητής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Співучасник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винен στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
  • вразьте στα ελληνικά - εκπλήσσω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, Εντυπωσιάστε, Εντυπωσιάστε τους, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάσουν, ...
  • врівноважувати στα ελληνικά - εξισώνω, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
  • йогурт στα ελληνικά - ζεύω, γιαούρτι, γιαουρτιού, το γιαούρτι, γιαούρτης
Τυχαίες λέξεις
Співучасник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργός, υποκινητής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων