Λέξη: πλάτος

Σχετικές λέξεις: πλάτος

πλάτος ποδηλατόδρομου, πλάτος δρόμου, πλάτος ταλάντωσης, πλάτος αυτοκινήτου, πλάτος και μήκος ορθογωνίου, πλάτος 0551 βόρειο και μήκος 09657 5 ανατολικό, πλάτοσ πεζοδρομίου, πλάτος κύματος, πλάτος στα αγγλικά, πλάτος σιδηροδρομικής γραμμής, γεωγραφικό πλάτος

Συνώνυμα: πλάτος

φάρδος, εύρος, ευρύτης, γεωγραφικό πλάτος, ευρύτητα, αφθονία, υψηστή τιμή ρεύματος, ρεύμα υψηλής ποσότητας

Μεταφράσεις: πλάτος

πλάτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplitude, width, breadth, latitude, width of

πλάτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amplitud, ancho, anchura, ancho de, anchura de, la anchura

πλάτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwingungsweite, amplitude, Breite, Breiten, Weite

πλάτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abondance, opulence, richesse, amplitude, largeur, la largeur, largeur de, de largeur, une largeur

πλάτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampiezza, larghezza, larghezza di, la larghezza, di larghezza

πλάτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
largura, largura de, largura do, largura da, de largura

πλάτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amplitude, breedte, wijdte, breed, breedte van, de breedte

πλάτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обширность, благосостояние, довольство, амплитуда, простор, широта, изобилие, размах, обилие, полнота, ширина, ширины, ширину, шириной, ширине

πλάτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bredde, bredden

πλάτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amplitud, vidd, bredd, bredden

πλάτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voimakkuus, amplitudi, leveys, leveyden, leveyttä, width, leveydestä

πλάτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bredde, bredden, width, bredde på

πλάτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
velikost, rozkmit, bohatství, rozsah, amplituda, šířka, šíře, šířku, šířky, Šírka

πλάτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obfitość, amplituda, szerokość, szerokości, width, szer

πλάτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amplitúdó, szélesség, szélessége, szélességét, szélességű, széles

πλάτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişlik, genişliği, width, eni, genişliğini

πλάτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повнота, обшир, амплітудна, амплітудне, простір, ширина

πλάτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjerësi, gjerësia, width, Gjerėsia, gjerësia e

πλάτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амплитуда, обилие, широчина, ширина, ширината, ширина на, широчина на

πλάτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шырыня

πλάτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amplituud, ulatus, laius, laiusega, laiuse, laiust, laiusest

πλάτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opseg, amplitude, bogatstvo, širina, amplituda, širine, širinu, width, širini

πλάτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breidd, yfir borðið, borðið, breiddin

πλάτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plotis, pločio, plotį, storis, width

πλάτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
platums, platuma, platumu, platumam, Width

πλάτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ширина, ширината, широчина, широчината, ширина на

πλάτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lățime, latime, lățimea, latimea, lățime de

πλάτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amplituda, širina, širine, širino, śirina, širini

πλάτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šírka, mm Šírka

Στατιστικά δημοτικότητας: πλάτος

Τυχαίες λέξεις