Ставитись στα ελληνικά
Μετάφραση: ставитись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναφής, συγγενικός, εφαρμόζω, αιτούμαι, βάζω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вимогливий στα ελληνικά - δύσκολος, απαιτητικός, απαιτητικές, απαιτητικό, αυστηρές, απαιτητικά
- гамір στα ελληνικά - θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
- дихання στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
- жадний στα ελληνικά - λαίμαργος, άπληστος, κερδομανής, ενθουσιώδης, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, ...
Τυχαίες λέξεις
Ставитись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναφής, συγγενικός, εφαρμόζω, αιτούμαι, βάζω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις: συναφής, συγγενικός, εφαρμόζω, αιτούμαι, βάζω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν