Стамеска στα ελληνικά
Μετάφραση: стамеска, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бистрий στα ελληνικά - εσπευσμένος, πτητικός, βιαστικός, νηοπομπή, στόλος, γοργός, ευκίνητος, ...
- битись στα ελληνικά - για την καταπολέμηση, για την καταπολέμηση της, για την καταπολέμηση του, την καταπολέμηση της, να καταπολεμήσει
- вимірюванню στα ελληνικά - μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
- забобонами στα ελληνικά - προκαταλήψεις, προκαταλήψεων, τις προκαταλήψεις, των προκαταλήψεων, οι προκαταλήψεις
Τυχαίες λέξεις
Стамеска στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: κηλίδα, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο