Стоячий στα ελληνικά

Μετάφραση: стоячий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάσιμος, λιμνάζων, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Стоячий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асимілювати στα ελληνικά - αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, αφομοιωθούν
  • відкритий στα ελληνικά - ανοικτός, τσίτσιδος, φανερός, γυμνός, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοίγω, ...
  • запорука στα ελληνικά - αντίκρισμα, εγγύηση, εγγυώμαι, όμηρος, εχέγγυο, ενέχυρο, υπόσχεση, ...
  • любов στα ελληνικά - τρυφερότητα, στοργή, αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
Τυχαίες λέξεις
Стоячий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάσιμος, λιμνάζων, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης