Λέξη: κόρη
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη γιάννη μπέζου, κόρη του άνιου, κόρη του ευθυδίκου, κόρη λευτέρη πανταζή, κόρη άσιμου
Συνώνυμα: κόρη
κορίτσι, κοπέλα, υπηρέτρια, καθαρίστρια, νεάνις, θαλαμηπόλος, πόρνη, νεανίδα, δεσποινίς, νέα, ανύπαντρη κοπέλλα, θυγατέρα
Μεταφράσεις: κόρη
κόρη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
daughter, girl, maiden, her daughter, daughter of
κόρη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hija, memoria de, En memoria de, memoria, En memoria
κόρη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tochter, Tochter, die Tochter
κόρη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fille, la fille, fille de, sa fille
κόρη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figlia, la figlia, figlia di, figliuola
κόρη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filha, a filha, filha de, da filha
κόρη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dochter, dochter van, de dochter
κόρη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невестка, дочь, дочери, дочерью, дочка, память
κόρη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
datter, datteren, datteren min, Min datter, datters
κόρη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dotter, dottern, dotter till, dotters
κόρη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni
κόρη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
datter, datteren, datters
κόρη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dcera, dcerou, dceru, dcery, dcero
κόρη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
córka, córa, synowa, pochodna, chrześniak, córką, córki, córkę, daughter
κόρη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lánya, leánya, lányát, lányom, a lánya
κόρη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kız, kızı, kızım, kızımız, kızları
κόρη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доня, споріднений, донька, родинний, дочку, дочка, доньку
κόρη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bija, bijë, vajzë, vajza, vajza e
κόρη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъщеря, дочертай, дъщерята, на дъщеря, дъщерята на, дъще
κόρη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дачка, дачку
κόρη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tütar, tütre, tütart, tütrele, tütrega
κόρη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kćer, kći, kćerka, kćeri, je kći
κόρη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dóttir, dóttur, dóttirin
κόρη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
filia, puella
κόρη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
duktė, dukra, dukters, dukterį, dukterinė
κόρη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
meita, meitas, meitu, daughter
κόρη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќерката, ќерка, ќерката на, ќерка на
κόρη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fiică, fiica, fiicei, fata, pe fiica
κόρη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hčerka, hči, hčerko, hčer, hčerinska
κόρη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dcéra, dcera, dcéru