Λέξη: αποτυγχάνω
Σχετικές λέξεις: αποτυγχάνω
αποτυγχάνω συνώνυμα, επιτυγχάνω συνωνυμο
Συνώνυμα: αποτυγχάνω
χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, αποτυχαίνω, συρίζω, σφυρίζω αδύνατα
Μεταφράσεις: αποτυγχάνω
αποτυγχάνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fail, fizzle, flunk, I fail, come to nothing
αποτυγχάνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
errar, quebrar, perder, faltar, fallar, efervescencia, fizzle, fiasco, burbujear, burbujear en
αποτυγχάνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangelhaft, ungenügend, scheitern, versagen, zischen, fizzle, verpuffen, Sande verlaufen, spucken
αποτυγχάνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désappointer, décevoir, tromper, faillons, omettre, faillent, faillir, rater, négliger, manquer, faillez, échouer, pétiller, Fizzle, Féplouf, pétillance, de Fizzle
αποτυγχάνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fallire, mancare, sibilare, fizzle, fiasco, in profumeria, spumeggiare
αποτυγχάνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desvaneça-se, fracassar, falha, fiasco, chiadeira, fizzle, chiado, o fizzle
αποτυγχάνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontbreken, falen, stranden, floppen, mislukken, gesis, Fizzle, sisser
αποτυγχάνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отказывать, преминуть, обанкротиться, неисправность, провалить, срезаться, сломаться, расстраиваться, подогнуться, расстроиться, оплошать, ошибиться, подгибаться, подкоситься, подкашиваться, провалиться, провал, фиаско, шипеть, шипящий звук
αποτυγχάνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svikte, fizzle, blåse ut
αποτυγχάνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
underkänna, fizzle
αποτυγχάνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäonnistua, tyssätä, puuttua, reputtaa, pihinä, fizzle, mennä myttyyn, pihistä, epäonnistuminen
αποτυγχάνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fise, fise ud, fizzle
αποτυγχάνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanedbávat, postrádat, propadnout, opomenout, zanedbat, zklamat, chybit, chybět, ztroskotat, scházet, netrefit, vynechat, selhat, perlit, zvadnout, splasknout, fizzle, Fiasko
αποτυγχάνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawieść, omieszkać, uchybić, zawodzić, nawalić, bankrutować, chybiać, zawiesić, oblać, rozbrzmiewanie, pęknąć, zbankrutować, nawalać, zabraknąć, zaniedbać, murowanie, plajta, syk, fiasko, syczeć
αποτυγχάνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sistergés, sistereg, Fizzle, pezsgés, kudarc
αποτυγχάνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarısızlık, fizzle, fiyasko, boşa çıkmak, fışırdamak
αποτυγχάνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несправність, провалитися, схибити, зламатися, провал
αποτυγχάνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërshëllimë, dështim
αποτυγχάνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съскам, Fizzle, взриви, слабо съскане, неуспех
αποτυγχάνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правал
αποτυγχάνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurjuma, kihisema, susin, Kuivada, Ebaõnnestumine, kihin
αποτυγχάνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedostajati, propustiti, razočarati, odustane, neuspjeh, šištanje
αποτυγχάνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fizzle
αποτυγχάνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnypštimas, Plajta, Syczeć, Čukstēt, Fiasko
αποτυγχάνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čukstēt, kūsāt, čūkstēšana
αποτυγχάνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
fizzle
αποτυγχάνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eșec, fâșâit, fâșâi, fâșâială
αποτυγχάνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Šištanje
αποτυγχάνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemať, perlit, perlitu
Τυχαίες λέξεις