Στάσιμος στα ουκρανικά
Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, відсталий, стаціонарний, Стаціонарні
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στάσιμος
στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στάσιμος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στάμνα στα ουκρανικά - глечик, глек, кувшин
- στάση στα ουκρανικά - народження, позиція, поза, ставлення, азимут, постава, відношення, ...
- στάχτη στα ουκρανικά - зола, попіл, ясен
- στέγαση στα ουκρανικά - вкриття, гніздо, паз, ніша, футляр, захисток, корпус
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, відсталий, стаціонарний, Стаціонарні
Μεταφράσεις: бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, відсталий, стаціонарний, Стаціонарні