Стримування στα ελληνικά
Μετάφραση: стримування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστολή, απόκρυψη, περιορισμός, ανάσχεση, περιορισμού, συγκράτηση, συγκράτησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азбест στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, αμιάντου, τον αμίαντο, αμίαντου
- гавкати στα ελληνικά - φλοιός, φλοιό, φλοιού, του φλοιού, το φλοιό
- епічний στα ελληνικά - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- лояльно στα ελληνικά - πιστά, έντιμα, με αφοσίωση, πιστά τις, με πίστη
Τυχαίες λέξεις
Стримування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστολή, απόκρυψη, περιορισμός, ανάσχεση, περιορισμού, συγκράτηση, συγκράτησης
Μεταφράσεις: καταστολή, απόκρυψη, περιορισμός, ανάσχεση, περιορισμού, συγκράτηση, συγκράτησης