Καταστολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придушення, стримування, пригнічення, зниження, подавлення, гноблення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταστολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα ουκρανικά - хронічне, підтверджений, переконаний, закоренілий, пояснив, пояснило
- καταστατικό στα ουκρανικά - уставши, хартія, статут, фрахтувати, утомившись, патент, зафрахтувати, ...
- καταστρέφω στα ουκρανικά - розривати, хрипко, розірвати, зруйнувати, плюндрувати, знищувати, сплюндрувати, ...
- καταστρεπτικός στα ουκρανικά - руйнівний, спустошливий, спустошення, руйнівного, руйнівна
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: придушення, стримування, пригнічення, зниження, подавлення, гноблення
Μεταφράσεις: придушення, стримування, пригнічення, зниження, подавлення, гноблення