Строп στα ελληνικά
Μετάφραση: строп, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορδόνι, ακονίζω, strop, λουρί, το λουρί, λωρί ξυραφιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вивітрілий στα ελληνικά - μπαγιάτικος, vyvitrilyy
- задуманий στα ελληνικά - στοχαστικός, συλληφθεί, συλλαμβάνεται, συνέλαβε, συλλαμβάνονται, επινοηθεί
- залежність στα ελληνικά - εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
- зо στα ελληνικά - κάθε, ανά, από, από την, από το, από τις, από τη
Τυχαίες λέξεις
Строп στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορδόνι, ακονίζω, strop, λουρί, το λουρί, λωρί ξυραφιού
Μεταφράσεις: κορδόνι, ακονίζω, strop, λουρί, το λουρί, λωρί ξυραφιού