Κορδόνι στα ουκρανικά

Μετάφραση: κορδόνι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
строп, шнур, корд, кабель, живлення
Κορδόνι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορδόνι

κορδόνι κερωμένο, κορδόνι συνώνυμα, κορδόνι ορειβατικό, κορδόνι πλήρωσης αρμών, κορδόνι ποντικοουρά, κορδόνι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κορδόνι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κορίτσι στα ουκρανικά - жінка, обслуга, дівчинка, мила, юнка, дівчатко, дівчина, ...
  • κορδέλα στα ουκρανικά - резинка, гумка, стрічка, Лента
  • κορεσμός στα ουκρανικά - насиченість, надмірність, насичення
  • κορμοράνος στα ουκρανικά - ненажера, жаднюга, баклан
Τυχαίες λέξεις
Κορδόνι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: строп, шнур, корд, кабель, живлення