Струмочок στα ελληνικά
Μετάφραση: струмочок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, καταβρέχω, δακτυλίδι, δαχτυλίδι, στάλα, ρυάκι, σταλαγματιές, trickle, διαποτίσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- діра στα ελληνικά - τρύπα, πλήττω, οπή, οπής, οπών, τρύπας
- керівництво στα ελληνικά - χειραγωγία, επίβλεψη, εγχειρίδιο, επιτήρηση, καθοδήγηση, ηγεσία, ηγεσίας, ...
- материн στα ελληνικά - μητρικός, μητέρας, της μητέρας, μητρικό, μητέρας του, της μητέρας του
- механообробна στα ελληνικά - μηχανουργός, μηχανική κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανουργική, μηχανικής κατεργασίας, μηχανουργική κατεργασία
Τυχαίες λέξεις
Струмочок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, καταβρέχω, δακτυλίδι, δαχτυλίδι, στάλα, ρυάκι, σταλαγματιές, trickle, διαποτίσματος
Μεταφράσεις: μάτι, καταβρέχω, δακτυλίδι, δαχτυλίδι, στάλα, ρυάκι, σταλαγματιές, trickle, διαποτίσματος