Λέξη: λεφτά

Σχετικές λέξεις: λεφτά

λεφτά ονειροκρίτης, λεφτά υπάρχουν, λεφτά στο λεπτό, λεφτά στο στρώμα, λεφτά από το σπίτι, λεφτά στο ίντερνετ, λεφτά υπάρχουν παπανδρέου 2009, λεφτά από το ίντερνετ, λεφτά στο λεπτό ant1, λεφτά online

Συνώνυμα: λεφτά

χρήματα, χρήμα, παραδάκι, παράς

Μεταφράσεις: λεφτά

λεφτά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
money, loot, of money, the money

λεφτά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pecunia, dinero, saquear, moneda, plata, pillar, el dinero, de dinero, precio, dinero de

λεφτά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beute, plündern, geld, zaster, knete, Geld, Geld zu

λεφτά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capitaux, spoliation, monnaie, dépouille, marauder, capture, rapiner, trophée, finance, argent, proie, butin, saccager, l'argent, d'argent, de l'argent, prix

λεφτά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valuta, denaro, depredare, saccheggiare, moneta, danaro, bottino, soldi, i soldi, il denaro

λεφτά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moeda, bagaço, segunda-feira, dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de

λεφτά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buit, poen, valuta, geld, je geld, geld te, money, van geld

λεφτά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разграбление, грабить, разграбить, монета, добыча, награбленное, деньги, деньжата, выигрыш, грабеж, мародерство, ограбление, финансы, денег, денежных, средства

λεφτά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
penger, plyndre, bytte, rov, pengene, money

λεφτά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plundra, byte, pengar, penningar, pengarna, money, penning, pengar för

λεφτά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryöstää, raha, varat, hynä, saalis, massi, rahat, rahaa, rahalle, rahan

λεφτά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
penge, pengene, af penge, money

λεφτά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyloupit, peníze, vyplenit, kořist, plenit, drancovat, rabovat, měna, loupit, plen, peněz, peněžního, peněžní

λεφτά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łupy, łup, majątek, grabież, pranie, pieniądze, zdobycz, gotówka, pieniążek, łupić, grabić, pieniądz, szabrować, forsa, znaczki, pieniędzy, pieniadze

λεφτά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénzösszeg, hadizsákmány, pénzérme, pénzjegy, pénz, pénzt, arány, money, arányt

λεφτά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
para, pul, ganimet, karşılığı, paranın, money

λεφτά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грошовитий, валютний, грошовий, грошевий, звільнення, монетний, гроші, кошти

λεφτά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
para, holla, paratë, parave, të holla

λεφτά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пари, парите, качество, на пари

λεφτά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
срэбра, грошы

λεφτά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raha, eest, raha eest, suhe

λεφτά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pare, plijen, pljačka, financijski, novac, novca, novaca, je novac, novcem

λεφτά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
peningar, fé, peninga, peningana, peningum

λεφτά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
spolio, argentum, pecunia

λεφτά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grobis, pinigai, pinigų, pinigus, lėšos, lėšų

λεφτά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nauda, laupījums, naudas, naudu, līdzekļu

λεφτά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пари, парите, на пари, пари за

λεφτά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pradă, bani, banii, banilor, de bani, bani de

λεφτά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
denar, lup, denarja, denarnega

λεφτά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lup, peniaze

Στατιστικά δημοτικότητας: λεφτά

Τυχαίες λέξεις