Стрімчак στα ελληνικά
Μετάφραση: стрімчак, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρεμός, κατσάβραχα, ορθοπλαγιάς, βράχο, ορθοπλαγιά, απόκρημνο βράχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анархіст στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
- з-це στα ελληνικά - αποσύρω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, από, του, της, των
- звинуватити στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
- змахнути στα ελληνικά - αναστροφή, πορτάκι, κτύπημα, κτυπήματος, φλιπ
Τυχαίες λέξεις
Стрімчак στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρεμός, κατσάβραχα, ορθοπλαγιάς, βράχο, ορθοπλαγιά, απόκρημνο βράχο
Μεταφράσεις: γκρεμός, κατσάβραχα, ορθοπλαγιάς, βράχο, ορθοπλαγιά, απόκρημνο βράχο