Λέξη: πειστικός

Σχετικές λέξεις: πειστικός

πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός απόστολος, πειστικός χρήστος, πειστικός αντώνυμο, πειστικός συνώνυμο, πειστικός λόγος

Συνώνυμα: πειστικός

λείος, γλυκομίλητος, μελιστάλαχτος, στιλπνός, αδιάσειστος, ακαταμάχητος, ισυρός, βίαιος, τελειωτικός, αδιαμφισβήτητος, παρακινητικός

Μεταφράσεις: πειστικός

πειστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclusive, convincing, persuasive, cogent, suasive

πειστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convincente, convincentes, convencer, convincente de, convincentes de

πειστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlüssig, endgültig, überzeugend, zeugend, zeugende, überzeugende, zeug

πειστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
péremptoire, final, concluant, terminal, définitif, convaincant, convaincante, convaincantes, convaincants, convaincre

πειστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
convincente, convincenti, convince, convincere, persuasivo

πειστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convincente, convincentes, convencer, convincente de, convincentes de

πειστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdoend, overtuigend, overtuigende, overtuigen, overtuigender, overtuigt

πειστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решающий, заключительный, убедительный, окончательный, убедительным, убедительно, убедительными, убедительны

πειστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overbevisende, overbevis, bevisende, bevis, overbevise

πειστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övertygande, övertyga, övertygar, övertygande sätt, är övertygande

πειστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuuttava, vakuuttavia, vakuuttavaa, vakuuttavasti, vakuuttavan

πειστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overbevisende, overbevise

πειστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhodný, definitivní, nezvratný, konečný, přesvědčivý, přesvědčivé, přesvědčivá, přesvědčivě, přesvědčivější

πειστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostateczny, końcowy, przekonywający, przekonujące, przekonujący, przekonująca, przekonywujące

πειστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggyőző, meggyőzőek, meggyőzően, meggyőzőnek, meggyőzőbb

πειστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inandırıcı, ikna edici, ikna, ikna edici bir, inandırıcı bir

πειστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикінцевий, переконливий, переконливу, переконлива

πειστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bindës, bindëse, bindur, bindes, bindshme

πειστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убедителен, убедително, убедителни, убедителна, убедителното

πειστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераканаўчы, пераканаўча, пераканаўчая, пераканаўчую, важкі

πειστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõplik, veenev, veenvad, veenvaid, veenvat, veenva

πειστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvjerljiv, odlučujući, uvjerljivo, uvjerljiva, uvjerljivi, uvjerljiviji

πειστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannfærandi, sannfæra, að sannfæra, sannfærandi í

πειστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtikinamas, įtikinantis, įtikinami, įtikinamai, įtikinamų

πειστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārliecinošs, pārliecinoši, pārliecinoša, pārliecinošu, pārliecinošāks

πειστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
убедливи, убедлив, убедлива, уверливи, убедливо

πειστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convingător, convingătoare, convingatoare, convingator, de convingătoare

πειστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepričljiva, prepričljiv, prepričljivi, prepričljivo, prepričljive

πειστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezvratný, presvedčivý, presvedčivé
Τυχαίες λέξεις