Стійка στα ελληνικά

Μετάφραση: стійка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεκανίκι, πατερίτσα, βάτραχος, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Стійка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бар στα ελληνικά - μπαρ, bar, γραμμή, ράβδο, μπάρα
  • відведення στα ελληνικά - παρέκβαση, παρεκτροπή, κλήρος, απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, ...
  • городник στα ελληνικά - κηπουρός, κηπουρό, κηπουρού, κηπουρό που
  • дисциплінарний στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
Τυχαίες λέξεις
Стійка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεκανίκι, πατερίτσα, βάτραχος, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται