Суглинковий στα ελληνικά
Μετάφραση: суглинковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάνειο, δανεισμός, suhlynkovyy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бібліотеки στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, Βιβλιοθήκης, Library, της βιβλιοθήκης, η βιβλιοθήκη
- волан στα ελληνικά - κόμματος, πουλί, φτερό, Φτερού, shuttlecock, Ποδοπτέρισης
- завоювання στα ελληνικά - κατάκτηση, πόρθηση, κατάκτησης, κατάληψη, την κατάκτηση, άλωση
- замовники στα ελληνικά - πελατεία, πελάτες, Οι πελάτες, Πελατών, πελάτες που, τους πελάτες
Τυχαίες λέξεις
Суглинковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, suhlynkovyy
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, suhlynkovyy