Λέξη: οδηγία

Σχετικές λέξεις: οδηγία

οδηγία 2006/42/εκ, οδηγία 2004/18, οδηγία 2013/36/εε, οδηγία 2011/96/εε, οδηγία 95/46/εκ, οδηγία 2011/83/εε, οδηγία 2008/98/εκ, οδηγία 85/148/εοκ, οδηγία 2000/60, οδηγία 2004/17/εκ

Συνώνυμα: οδηγία

συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, αρχηγία, χειραγώγηση, εντολή, κατάρτιση, συνταγή, προδιαγραφή, συνταγή γιατρού, δικαίωμα

Μεταφράσεις: οδηγία

οδηγία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
directive, guideline, Directive, Council Directive, Directive is, Directive shall

οδηγία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
directiva, directriz, la Directiva, Directiva sobre, directiva de

οδηγία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betriebsanweisung, richtschnur, anweisung, direktive, leitlinie, vorgabe, richtlinie, Direktive, Weisung, Richtlinie, der Richtlinie

οδηγία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commandement, directive, assignation, consigne, mandat, ordre, ordonnance, décret, instruction, gouverne, la directive, de directive, directive du, directive sur

οδηγία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
direttiva, di direttiva, la direttiva, della direttiva, direttiva del

οδηγία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
directivas, Directiva, a Directiva, diretiva, directiva do, de directiva

οδηγία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
richtlijn, instructie, van Richtlijn, richtlijn van, de richtlijn

οδηγία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
установка, директива, указание, указывающий, циркуляр, директивный, инструктивный, Директивы, Директиве, Директива по, Директиву

οδηγία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
direktiv, direktivet

οδηγία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anvisning, direktiv, direktivet, till direktiv, av direktiv

οδηγία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimintaohje, direktiivi, ohjaava, johtava, ohje, ohjeellinen, direktiivin, direktiivissä, direktiivillä, direktiiviä

οδηγία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
direktiv, direktivet, direktivets, direktivs, af direktiv

οδηγία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příkaz, instrukce, direktiva, směrnice, předpis, směrnici, směrnicí, směrnice o, směrnice se

οδηγία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wskazówka, kierujący, wytyczny, wytyczna, zarządzenie, nakierowujący, wskazujący, dyrektywa, prowadnica, rozkaz, dyrektywy, dyrektywę, dyrektywie, dyrektywą

οδηγία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
irányelv, irányelvben, irányelvnek, az irányelv, irányelvet

οδηγία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönerge, Direktifi, Direktif, Yönergesi, Direktifinin

οδηγία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
директив, Директива, директиву, Директиви

οδηγία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
direktivë, Direktiva, Direktiva e, udhëzim, Direktivën

οδηγία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
директива, на Директива

οδηγία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дырэктыва

οδηγία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhend, direktiiv, juhis, juhtnöör, abijoon, käskkiri, direktiivi, direktiiviga, direktiivis, direktiivile

οδηγία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjernica, uputa, uredba, propisi, propis, direktiva, Direktive, Direktivom, Direktivu, Direktivi

οδηγία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reglugerð, tilskipun, tilskipunar, á tilskipun, tilskipunin, tilskipun um

οδηγία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos

οδηγία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
direktīva, Direktīvu, Direktīvā, Direktīvas, direktīvai

οδηγία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Директивата, Директива, Директивата на, Директивата за, на Директивата

οδηγία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
directivă, Directiva, de directivă, directive, Directivei

οδηγία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
direktiva, smernice, Direktivo, direktiva o, direktive, Direktivi

οδηγία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
direktíva, ryska, povel, smernice, pokyn, návod, smernica, smernici, k smernici, smernicou

Στατιστικά δημοτικότητας: οδηγία

Τυχαίες λέξεις