Λέξη: μίγμα
Σχετικές λέξεις: μίγμα
μίγμα για λουκουμάδες, μίγμα marketing, μίγμα για κρέπες, μίγμα για βάφλες, μίγμα ή μείγμα, μίγμα μάρκετινγκ, μίγμα κρέπας, μίγμα γαλακτοπαραγωγής σε πέλλετς, μίγμα προϊόντος, μίγμα προβολής και επικοινωνίας
Συνώνυμα: μίγμα
χασίσι, κιμάς με πατάτες, πολτός, ζύμη, κυκεών, κυκεώνας, σύμφυρμα, ποτ πουρί, ανάμικτη μουσική, ανακάτωμα, συνονθύλευμα, μείγμα, ανάμειξη, ανάμιξη, περίβολος, στρατόπεδο αιχμάλωτων πόλεμου, σύνθετο σώμα, χημική ένωση, μίξη, σύνολο, αμμοχάλικο, αδρανές πρόσμιγμα
Μεταφράσεις: μίγμα
μίγμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amalgam, mix, mixture, mixture was, mixture of, mixture is, a mixture
μίγμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mixtura, amasar, mezclar, unir, confundir, mezcla, amalgama, combinar, mezcla de, la mezcla
μίγμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemisch, gemenge, mischung, gebräu, amalgam, vermischung, mischen, vermischen, sortiment, Mischung, Gemisch, Gemisches
μίγμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assortiment, préparation, mélanger, fusionner, mêler, joindre, mixture, mélangeons, brasser, amalgamer, mixer, amalgame, mélangez, brouiller, mixage, panacher, mélange, mélange de, du mélange, mélange a, le mélange
μίγμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impastare, miscela, miscuglio, mistura, mescolare, mischiare, commistione, composto, miscela di, misto
μίγμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mesclar, ligar, mistura, baralhar, misturar, luva, mexer, mistura de, mistura da
μίγμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sortering, verwarren, mixen, mengeling, wassen, vermenging, mengelmoes, vermengen, mengen, mengsel, temperen, het mengsel, mix
μίγμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наболтать, подмешивать, смешивание, микстура, микшировать, сливать, замешивать, сочетать, смешиваться, соединяться, состав, перемешивать, совмещать, смесь, амальгама, беспорядок, смеси, смесью
μίγμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blande, blanding, blandingen, stoffblandingen
μίγμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blandning, blanda, amalgam, blandningen
μίγμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seostuminen, seota, hämmentää, sotkea, seos, keitos, sekoitus, valikoima, sekoittaa, sekoittaminen, seosta, seoksen, seokseen, seoksesta
μίγμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blanding, blandingen, blandinger
μίγμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smíšenina, směs, míchat, mísit, promíchat, smíchat, namíchat, zamíchat, smíchání, míchání, pomíchat, směsice, smísit, slučovat, směsi, směs se, směsí, reakční směs
μίγμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
namieszać, mieszanka, ucierać, mieszać, mieszanina, miksować, zmiksować, ocierać, amalgamat, mikstura, zmieszać, kręcić, rozmieszać, połączyć, miksowanie, wymieszać, Mieszaninę, mieszaniny, mieszaniną
μίγμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amalgám, felfordulás, keverék, elegyet, keveréket, reakcióelegyet, keveréke
μίγμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışım, karıştırmak, karışımı, Kanşım
μίγμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суміш, амальгама, рукавиці
μίγμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trazoj, përzierje, përzierje e, perzierje, përzierja, përzjerje
μίγμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смеся, амалгама, смес, сместа, смес от, смеси
μίγμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумесь
μίγμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segu, mikstuur, ühendama, ristama, elavhõbesegu, segus, seguga, segust, segule
μίγμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobrkati, mješavina, izmiješati, zamijeniti, amalgam, mješavini, smjesa, mikstura, smjesu, smjese, smjesa se
μίγμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blanda, Blandan, blöndu, blöndunni, mlxture
μίγμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
commisceo, confundo
μίγμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mišinys, mišinio, mišinį, mišinyje
μίγμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maisījums, maisījumu, maisījuma, maisījumam
μίγμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смеса, смесата, мешавина, мешавината, комбинација
μίγμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amesteca, amestec, amestec de, amestecul, amestec format, amestecului
μίγμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sms, amalgám, mešati, mešanica, mešanico, zmes, zmesi, mešanice
μίγμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
miešať, zmes, amalgám, kombinácia, zmesi
Τυχαίες λέξεις