Суддя στα ελληνικά
Μετάφραση: суддя, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, αναγωγή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аварійний στα ελληνικά - επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας
- вдихати στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- густій στα ελληνικά - πυκνός, δασύς, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
- злорадний στα ελληνικά - μοχθηρός, κακεντρεχής, εμπαθής, κακόβουλος, κακόβουλες, κακόβουλη, δυσοίωνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Суддя στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, αναγωγή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή
Μεταφράσεις: αναφορά, αναγωγή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή