Λέξη: συγχωνεύομαι

Συνώνυμα: συγχωνεύομαι

τήκω, τήκομαι, συγχωνεύω, συνδυάζω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ενώνομαι, ενώνω, συνενώνω, καταδύω, καταδύομαι

Μεταφράσεις: συγχωνεύομαι

συγχωνεύομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
merge, fuze, fuse

συγχωνεύομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fundir, unir, unirse, mezclar, espoleta, Fuze, fusible, espoleta de, detonador

συγχωνεύομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
margarine, mischen, vereinigen, Zünder, Zünders, fuze

συγχωνεύομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mélanger, embrancher, englober, confondre, lier, fusionner, fondre, relier, mêler, combiner, unir, joindre, accoupler, coupler, unifier, connecter, fusée, la fusée, fuze, allumeur, fusible

συγχωνεύομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondere, mescolare, spoletta, Fuze, spolette, della spoletta, spoletta di

συγχωνεύομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fusível, Fuze, espoleta, deflagrador, detonador

συγχωνεύομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lont, zekering, buis, fuze, de ontstekingsbuis

συγχωνεύομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поглощать, слиться, сравниваться, сливать, соединять, слить, злиться, злить, взрыватель, Fuze, взрывателя, Плавкий предохранитель, взрывателей

συγχωνεύομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brannrør, Fuze, tennrøret, tenner, tennrør

συγχωνεύομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanfoga, tändrör, Fuze, tändröret, zonröret, tändrörs

συγχωνεύομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtyä, yhdentyä, lomittaa, yhdentää, yhdistää, fuze, sytytin, sytyttimen

συγχωνεύομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samle, forene, brandrør, brandrøret, AMMUNITION

συγχωνεύομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připojit, spojit, fúzovat, slít, smísit, smíchat, promíchat, splynout, sloučit, sjednotit, fuze, zápalnice, zapalovač

συγχωνεύομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łączyć, stapiać, scalić, połączyć, zmieszać, zlewać, scalać, bezpiecznik, zlać się, lont, detonator, amalgamować

συγχωνεύομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyújtózsinór, gyutacs, kanóc, Fuze, gyújtószerkezet

συγχωνεύομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birleştirmek, fünye, fuze, tapa, fünyesi, fitil

συγχωνεύομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
показної, мішурний, показною, показний, розпусний, детонатор, підривник, взриватель, підривач, зривник

συγχωνεύομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngjis, fitil, ngjit, bashkoj, kapsollë

συγχωνεύομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
детонатор, запалка, възпламенител, поставям запалка

συγχωνεύομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узрывальнік, ўзрывальнік, дэтанатар, выбухоўнік

συγχωνεύομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mestima, sütik, View, sütikust, läbi põlema, läbi põletama

συγχωνεύομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utopiti, stapati, spajanje, pahuljica, papreje, fuze, upaljač, bujna kosa

συγχωνεύομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fuze

συγχωνεύομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
degiklis, lydymas, Lamelka, Amalgamować, padegamoji virvelė

συγχωνεύομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvienot, kausēšana, sakust, uzspridzinātāju, muskete, deglis

συγχωνεύομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
запалка

συγχωνεύομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uni, se topi, Fuze, focos, a focosului, focosului

συγχωνεύομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojit, vžigalnik, varovalka

συγχωνεύομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fuze, fúzie
Τυχαίες λέξεις