Αναγωγή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суддя, рефері, стиснутий, знижений, впокорений, зменшений, арбітр, скорочення, зменшення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναγωγή
αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναγωγή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναγνώριση στα ουκρανικά - подяку, зізнання, визнавати, взнати, визнати, освідчення, вдячність, ...
- αναγνώστης στα ουκρανικά - переадресовувати, читач, читачу
- αναγόρευση στα ουκρανικά - обрання, вибори, обирання, призначення
- αναδάσωση στα ουκρανικά - відновлення лісових
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: суддя, рефері, стиснутий, знижений, впокорений, зменшений, арбітр, скорочення, зменшення
Μεταφράσεις: суддя, рефері, стиснутий, знижений, впокорений, зменшений, арбітр, скорочення, зменшення