Сухий στα ελληνικά
Μετάφραση: сухий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομακρυσμένος, τραχύς, βραχνός, ξηρός, απόμακρος, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- девальвувати στα ελληνικά - υποτιμήσουν, υποτιμήσει, υποτιμούν, να υποτιμήσει, υποτιμήσουν το
- заперечувати στα ελληνικά - ένσταση, ορμή, απορρίπτω, αποκηρύσσω, τύψη, αποποιούμαι, αντικείμενο, ...
- користувач στα ελληνικά - χρήστης, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
- ліра στα ελληνικά - λυρικός, λίρα, Lira, λίρας, λίρες, λιρέτας
Τυχαίες λέξεις
Сухий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, τραχύς, βραχνός, ξηρός, απόμακρος, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, τραχύς, βραχνός, ξηρός, απόμακρος, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή